- παρασχόντα
- παρέχωhand overaor part act neut nom/voc/acc plπαρέχωhand overaor part act masc acc sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
παρασχόντ' — παρασχόντα , παρέχω hand over aor part act neut nom/voc/acc pl παρασχόντα , παρέχω hand over aor part act masc acc sg παρασχόντι , παρέχω hand over aor part act masc/neut dat sg παρασχόντε , παρέχω hand over aor part act masc/neut nom/voc/acc… … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
συνδιαφθείρω — ΜΑ καταστρέφω κάποιον ή κάτι ταυτόχρονα με κάποιον ή με κάτι άλλο («πόνου παρασχόντα συνδιαφθείρει τὸ προϋπάρχον», Αριστοτ.) αρχ. 1. βλάπτω ηθικά, διαφθείρω κάποιον από κοινού ή ταυτόχρονα με άλλον 2. παθ. συνδιαφθείρομαι συνουσιάζομαι,… … Dictionary of Greek